- καταβάσιος
- καταβάσιος και καταιβάσιος, -ον (Α) [κατάβασις](επίθ. τού κεραυνού) αυτός που κατέρχεται, που κατεβαίνει από τον ουρανό (α. «ἐρρύσατο φυγόντα πῡρ καταβάσιον» ΠΔβ. «καταιβάσιον Διὸς ἔγχος» — το κατερχόμενο από τον ουρανό ακόντιο τού Διός, δηλ. ο κεραυνός, Πορφ.).
Dictionary of Greek. 2013.